Η τιμή των αρχαιοτήτων




Φωτογραφία Αρχείου  ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Η τιμή των αρχαιοτήτων

Γιάννης Θεοχάρης

Αρχαιολόγος/ αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων

Στο παρόν σημείωμα επιχειρείται η σκιαγράφηση του μείζονος σημασίας προβλήματος που εγείρεται από αυτόν τον νέο νόμο (Ν. 4761/2020), μέσω μιας αναδρομής στη σχετική νομοθετική ιστορία της χώρας.



Η ψήφιση του νομοσχεδίου για τη μακροχρόνια εξαγωγή και τον δανεισμό των αρχαιοτήτων προκάλεσε δικαιολογημένα μεγάλες αντιδράσεις. Ακόμη και εάν τελικά η κυβέρνηση εισηγήθηκε ως διάστημα δανεισμού τον μισό αντί του ενός αιώνα, όπως είχε αρχικά προτείνει, η υπόθεση δεν πρέπει να μείνει στο αρχείο της μνήμης.

Ένα από τα βασικά μελήματα του νεοσύστατου κράτους, ήδη από το 1828, ήταν η απαγόρευση της εξαγωγής των αρχαιοτήτων. Η πρόνοια αυτή αποσκοπούσε στη διακοπή της εθνικής αιμορραγίας που προκαλούσαν οι αγοραπωλησίες αρχαίων και η μεταφορά τους σε συλλογές του εξωτερικού. Ο λόγος αυτής της πρόνοιας είναι γνωστός: τα αρχαία αναγνωρίστηκαν ως αντιπροσωπευτικά έργα του Ελληνισμού και θεωρήθηκαν συμβολικά αντικείμενα της αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων.


Η απαγόρευση της εξαγωγής των αρχαιοτήτων ίσχυε για πολλά χρόνια, έως ότου η κυβέρνηση Καραμανλή ψήφισε τον Ν. 654/1977, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 45 του τότε ισχύοντος Κ.Ν. 5351/1932 που όριζε: «επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται η εξαγωγή εκτός του Kράτους των ευρημάτων των ανασκαφών». Συγκεκριμένα ο Ν. 654/1977 (άρθρο 1) όριζε ότι μπορούσε να εκδοθεί Υπουργική Απόφαση για την προσωρινή εξαγωγή αρχαίων προς έκθεση σε μουσεία του εξωτερικού κατά παρέκκλιση του Κ.Ν. 5351/1932 και μετά από τη γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.


Ο Ν. 654/1977 (άρθρο 2) ήταν αυτός που ακύρωνε επίσης τη σύμφωνη γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου ως προϋπόθεση για την έκδοση μίας Υπουργικής Απόφασης. Η συγκεκριμένη τροποποίηση ήρθε κατόπιν δύο επεισοδιακών αρνητικών γνωμοδοτήσεων του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, μίας για τα ναυπηγεία της Πύλου και μίας για μια έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Έτσι, ο Ν. 654/1977, με τα δύο μόνο άρθρα που περιείχε, αλλοίωσε βασικά χαρακτηριστικά του ισχύοντος έως τότε αρχαιολογικού νόμου, σηματοδοτώντας ευθείες πολιτικές παρεμβάσεις σε θέματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτού του νομοθετήματος εκδηλώνονται έκτοτε συχνότατα στον τρόπο λειτουργίας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.

Ο νομοθέτης του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου (Ν. 3028/2002) επέτρεψε τον δανεισμό αρχαιοτήτων «σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (άρθρο 25 παρ. 1) και περιόρισε το διάστημα της εξαγωγής ορίζοντάς την ως προσωρινή (άρθρο 34 παρ. 11). Έτσι, ο δανεισμός και η εξαγωγή ορίστηκαν ως οι εξαιρέσεις ενός παλαιότερου κανόνα (του Κ. Ν. 5351/1932), που για πρώτη φορά τροποποιήθηκε από τον Ν. 654/1977. Σκοπός του νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει τη σταθερή σύνδεση των αρχαιοτήτων με τη χώρα προέλευσης και να αποτρέψει την υπερέκθεση-ευτελισμό τους στην απαιτητική μουσειακή πραγματικότητα του εξωτερικού.

Με το ζήτημα του δανεισμού και της εξαγωγής αρχαιοτήτων, όπως αυτό ρυθμίζεται στον Ν. 3028/2002, συνδέεται αυτό του ορισμού τους ως αντικειμένων εκτός συναλλαγής (άρθρα 7 και 21). Ο συγκεκριμένος ορισμός αποτελεί έναν από τους στυλοβάτες της εθνικής αρχαιολογικής νομοθεσίας, καθώς έτσι τα αρχαία προστατεύονται ως αντικείμενα εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Ωστόσο, ο ορισμός των αρχαιοτήτων ως αντικειμένων εκτός συναλλαγής συγκρούεται με την εξαγωγή των αρχαίων, καθώς έτσι οι ελληνικές αρχαιότητες εμπλέκονται σε επί της αρχής απαράδεκτες δικαιοπραξίες, με την υπογραφή συμβολαίων δανεισμού και ασφαλιστηρίων. Μάλιστα, για τον ορισμό της χρηματικής αξίας των ελληνικών αρχαιοτήτων, απαραίτητο όρο των ασφαλιστήριων συμβολαίων, γίνεται εσφαλμένα συμβουλευτική προσφυγή σε καταλόγους δημοπρασιών αρχαιοτήτων του εξωτερικού.

Να σημειωθεί ότι η χρηματική αξία των αρχαιοτήτων εμπεδώθηκε με τον Κ.Ν. 5351/1932, καθώς τότε η κυβέρνηση Βενιζέλου με αρμόδιο Υπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου ακύρωσε την αναγκαστική απόκτηση αρχαιοτήτων από το Κράτος που ίσχυε από το 1899, αναγνωρίζοντας δικαιώματα σε ιδιώτες που είχαν στα χέρια τους αρχαία. Αυτό το νομοθέτημα προέκυψε κατόπιν παρέμβασης γνωστών συλλεκτών προς την τότε κυβέρνηση. Έτσι, από τότε ξεκίνησε μία συναλλαγή ανάμεσα στο Δημόσιο και τους ιδιώτες με αντικείμενο τα ίδια τα αρχαία που θα έπρεπε να περιέρχονται χωρίς δεύτερη κουβέντα στην κυριότητα του Κράτους. Η αντίληψη αυτή εισήχθη στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο (άρθρο 24) με την πρόβλεψη χορήγησης αμοιβής σε όποιον δηλώνει ή υποδεικνύει αρχαία.

Η συζήτηση για το θέμα των εξαγωγών αρχαιοτήτων που τέθηκε με τον νεοψηφισθέντα Ν. 4761/2020 της κυβέρνησης επανέφερε στο προσκήνιο και το ζήτημα της ανταλλαγής αρχαιοτήτων, έτσι όπως αυτό παρουσιάστηκε από τον βουλευτή Γεώργιο Παπανδρέου κατά τη συζήτηση επί του νομοσχεδίου στην ολομέλεια. Πρόκειται για μία άποψη, η οποία επαναλαμβάνεται συστηματικά από πολιτικούς κύκλους, προκειμένου να λυθεί το ζήτημα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα. Είναι αυτονόητο ότι η ανταλλαγή αποτελεί μία μορφή συναλλαγής και συνεπώς μία τέτοια σκέψη συνιστά επίσης παραβίαση του πνεύματος του αρχαιολογικού νόμου.
Βέβαια, αυτό το ζήτημα, δηλ. της αντινομίας μεταξύ των εκτός συναλλαγής πραγμάτων και της ανταλλαγής, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τον νομοθέτη του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου, ο οποίος στην επόμενη παράγραφο της εξαγωγής αρχαιοτήτων (άρθρο 25 παρ. 2) αναφέρεται στη δυνατότητα ανταλλαγής δημοσιευμένων κινητών μνημείων, «εφόσον δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας». Το ότι αυτή η ρύθμιση δεν έχει εφαρμοσθεί ποτέ αποδεικνύει περίτρανα την αντινομία της.

Η παραπάνω άποψη περί αρχαιοτήτων ήσσονος σημασίας αντλείται από μία δεξαμενή θέσεων που βρίσκουμε στην παλαιότερη αρχαιολογική νομοθεσία της χώρας. Πρόκειται για ιδεολογήματα περί «άχρηστων» αρχαίων, τα οποία απαντούν σε διάφορα αρχαιολογικά νομοθετικά έργα, όπως στον Ν. 2646/1899, τον Ν. 491/1914 και τον Κ.Ν. 5351/1932, δηλ. σε νομοθετήματα που συνέπιπταν με περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα. Μάλιστα το 1948, βάσει αυτών των απόψεων, τέθηκε ζήτημα πώλησης αρχαίων για την αντιμετώπιση λειτουργικών αναγκών σε μουσεία και μνημεία. Ήταν τότε που ο Χρήστος Καρούζος στηλίτευσε τις προθέσεις της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων χαρακτηρίζοντας αυτές τις σκέψεις τερατώδεις.

Στο άρθρο 24 του Ν. 2646/1899, δηλαδή του πρώτου νόμου με τον οποίο τέθηκε ζήτημα «περιττών» αρχαιοτήτων, διαβάζουμε: «αρχαία εκ των εν ταις αποθήκαις των Μουσείων του Κράτους, άτινα… δύνανται ν’ ανταλλάσσωνται αποφάσει του Υπουργού των Εκκλησιαστικών προς ξένα Μουσεία και επιστημονικά καθιδρύματα οιασδήποτε εθνικότητος». Είναι μεγάλη η σύμπτωση αυτής της διατύπωσης περί αρχαίων «εν ταις αποθήκαις» με το Δελτίο Τύπου που εξέδωσε το Υπουργείο Πολιτισμού (10.10.2020), στο οποίο διαβάσαμε: «τα μουσεία της χώρας μας διαθέτουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια κινητά μνημεία, τα οποία φυλάσσονται στις αποθήκες τους…».

Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν. Η κυβέρνηση με τον Ν. 4761/2020 δεν εκσυγχρόνισε το αρχαιολογικό νομοθετικό πλαίσιο, αντιθέτως το εξόπλισε με επικίνδυνες παλαιές θέσεις που ποτέ έως σήμερα δεν είχαν εφαρμοσθεί. Και ίσως δεν είναι ο μόνος πολιτικός κύκλος που είχε αυτές τις θέσεις. Ήταν αυτός που έκανε τη «βρώμικη» δουλειά για όσους δεν τολμούσαν.                                                                                                                                                                                                     πηγή: efsyn.gr

Σχόλια