Εθνική Πινακοθήκη: στήνεται σκηνικό “ξαφνικής” επανεμφάνισης του κλεμμένου Πικάσο;

Εθνική Πινακοθήκη: στήνεται σκηνικό “ξαφνικής” επανεμφάνισης του κλεμμένου Πικάσο;

Άλκης Κόκκινος

Το παρασκήνιο για τη μεθόδευση της "αιφινίδιας επανεμφάνισης" του κλεμμένου πίνακα του Πικάσο, ενόψει των εγκαινίων της Εθνικής Πινακοθήκης στις 25 Μαρτίου.



Πυρετωδώς και με περίτεχνο επικοινωνιακά τρόπο στήνεται, όπως φαίνεται, εν όψει των πολυδιαφημισμένων εγκαινίων της Εθνικής Πινακοθήκης στις 25 Μαρτίου, ένα σκηνικό “ξαφνικής” επανεμφάνισης του πίνακα “Γυναικείο κεφάλι” του Πάμπλο Πικάσο, που εκλάπη τον Ιανουάριο του 2012.

Με αφορμή τα όσα κωμικοτραγικά συνέβησαν το βράδυ της 7ης προς 8η Φεβρουαρίου, τη νύχτα που μεγάλο μέρος της χώρας βυθίστηκε στο σκοτάδι και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έσπευσε ασθμαίνουσα στο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ομού μετά του γενικού γραμματέα του υπουργείου και 100 αστυνομικών για να βάλουν μπροστά… μια γεννήτρια ρεύματος, σημειώναμε πως “θα ξύπνησε στην κ. Μενδώνη, που γνωρίζει πολύ καλά την υποστελέχωση και τις… “αστοχίες” για τις οποίες φέρει και την πολιτική ευθύνη, ο εφιάλτης με την κλοπή έργων τέχνης που είχε σημειωθεί τον Ιανουάριο του 2012 στην Εθνική Πινακοθήκη, επί δικής της θητείας ως Γενικής Γραμματέως του υπουργείου Πολιτισμού”.

Υπενθυμίζαμε πως τόσα χρόνια μετά η υπόθεση εκείνη, που είχε δημιουργήσει πάρα πολλά ερωτήματα για τις συνθήκες ασφάλειας σε ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της χώρας, που λειτουργούσε και λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και με την φύλαξη να έχει ανατεθεί σε ιδιωτική εταιρεία σεκιούριτι, δεν έχει εξιχνιαστεί αλλά ούτε καν έχουν αποδοθεί ευθύνες στην διεύθυνση, στη διοίκηση ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο της Εθνικής Πινακοθήκης.

Δύο ημέρες μετά από το δημοσίευμά μας και συγκεκριμένα στις 10 Φεβρουαρίου, δημοσιεύτηκε στο “Πρώτο Θέμα” ένα κείμενο που σχολιάστηκε από τους γνωρίζοντες την υπόθεση της κλοπής του 2012 τουλάχιστον ως ιδιαίτερα  παράξενο. Ούτε λίγο ούτε πολύ στο δημοσίευμα αυτό προαναγγέλλεται τρόπον τινά η… αιφνίδια επανεμφάνιση του κλαπέντος πίνακα του Πικάσο, εν όψει, μάλιστα, των εγκαινίων στις 25 Μαρτίου της εδώ και χρόνια τελούσας υπό κτιριακή επέκταση Εθνικής Πινακοθήκης.

Στο δημοσίευμα παρατίθεται και κάλεσμα δικηγόρου και συλλέκτη έργων τέχνης προς τους δράστες της κλοπής να επιστρέψουν τον πίνακα! Παραθέτουμε επί λέξει: “Δεδομένου ότι η οικονομική αξία του έργου είναι μηδαμινή για οποιονδήποτε ιδιώτη, αφού ούτε μπορεί να πωληθεί σε δημοπρασία ή κατ’ ιδίαν, ούτε να αποκτηθεί με χρησικτησία μετά από 20 έτη, θεωρώ ότι οποιοσδήποτε το κατέχει σήμερα, προκειμένου να αποφύγει μελλοντικές καταδίκες αυτού ή των οικείων του, έχει κάθε συμφέρον να το επιστρέψει στον ελληνικό λαό. Για τον λόγο αυτό θέτω στη διάθεση οποιουδήποτε έχει σχετικές πληροφορίες τις υπηρεσίες του δικηγορικού μου γραφείου, χρηματοδοτώντας προσωπικά οποιεσδήποτε ενέργειες απαιτηθούν, για να εξασφαλιστεί η παρουσίαση του έργου με αριθμό στα εγκαίνια της Νέας Εθνικής Πινακοθήκης”.

Το παράξενο αυτό δημοσίευμα δεν έμεινε, όμως, χωρίς συνέχεια.
 Τη σκυτάλη πήραν, στις 12 Φεβρουαρίου τόσο η κρατική ΕΡΤ όσο και το συγκρότημα Μαρινάκη
Αμφότερα, τα σχετικά ρεπορτάζ έχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν ένα περιπετειώδες και ευπώλητο αφήγημα: αλλοδαπούς κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου, μυστηριώδεις ιδιώτες εμπόρους έργων τέχνης, αστυνομικές έρευνες των αρχών και της ΕΥΠ, αδιέξοδα, ανατροπές και, στο βάθος, επανεμφάνιση του πίνακα πριν από τα εγκαίνια της Εθνικής Πινακοθήκης…                       

Η ληστεία και οι ευθύνες

Για την ιστορία, ας θυμίσουμε πως, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν έγινε η ληστεία, περί την 04.30 ώρα της 09-01-2012 στο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης επί της λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου 50, άγνωστος ή άγνωστοι δράστες αφού απενεργοποίησαν τον συναγερμό και παραβίασαν πόρτα αλουμινίου εξωτερικού χώρου (μπαλκόνι), εισήλθαν στον εσωτερικό χώρο της έκθεσης από τον οποίο αφαίρεσαν:

Α. Ένα πίνακα ζωγραφικής, λάδι σε μουσαμά, διαστάσεων 56 Χ 40, του Ισπανού ζωγράφου Pablo Picasso που φιλοτεχνήθηκε το έτος 1939 και απεικονίζει γυναικείο κεφάλι. Το έργο αυτό αποτέλεσε το 1949 δωρεά του καλλιτέχνη προς τον Ελληνικό λαό, σαν τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στο πλαίσιο της δωρεάς έργων Γάλλων καλλιτεχνών.

Β. Ένα πίνακα ζωγραφικής, λάδι σε μουσαμά, διαστάσεων 35 Χ 44, του Ολλανδού ζωγράφου Piet Mondrian που φιλοτεχνήθηκε το έτος 1905 και απεικονίζει ανεμόμυλο κατά μήκος ποταμού. Το έργο αυτό αγοράσθηκε το 1963 από τον Αλέξανδρο Παππά και αποτέλεσε δωρεά προς την Εθνική Πινακοθήκη.

Γ. Ένα έργο σε χαρτί, πέννα με αραιωμένη σέπια, διαστάσεων 27 Χ 16,8 του Ιταλού Guglielmo Caccia (Moncalvo) και απεικονίζει τον Άγιο Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και τα σύμβολα του πάθους. Το έργο απετέλεσε δωρεά το 1907 του Γρηγορίου Μαρασλή προς την Εθνική Πινακοθήκη.

Έκτοτε, καμία από τις ενέργειες των αρχών δεν έφερε αποτέλεσμα ούτε για τον εντοπισμό των έργων τέχνης ούτε για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών.
 Αλλά ούτε και αποδόθηκαν ευθύνες για την κλοπή σε κανένα, παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργείου Πολιτισμού τον Ιούνιο του 2012 πως θα αποδοθούν οι ευθύνες και πως τα αποτελέσματα της έκθεσης ελέγχου του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, όπως και τα αποτελέσματα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης θα αξιοποιηθούν πλήρως.

 Ένα από τα ζητήματα που είχαν ανακύψει από την κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να τίθεται επί τάπητος είναι τα μέτρα φύλαξης στα μουσεία της χώρας, η έλλειψη προσωπικού φύλαξης, αλλά και η επισφάλεια της ανάθεσης της φύλαξης σε ιδιωτικές εταιρείες.
 Με ερώτησή του στη Βουλή ο τότε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τάσος Κουράκης σημείωνε πως “απεδείχθη περίτρανα ότι η πολυδιαφημιζόμενη φύλαξη των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων από ιδιωτικές εταιρείες είναι απολύτως ανεπαρκής για την προστασία των πολιτιστικών μας θησαυρών”. Τόνισε δε πως την ίδια ώρα το μέτρο της εφεδρείας, που ήταν ο μηχανισμός που η τότε μνημονική κυβέρνηση είχε εφεύρει για την μείωση των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων, “συρρικνώνει περαιτέρω τις ήδη ισχνές χρηματοδοτήσεις και αφήνει αφύλακτα τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς μας χώρους στο έλεος του οργανωμένου εγκλήματος”.

 Τέσσερις μήνες μετά από την κλοπή των τριών έργων η Μαργαρίτα Πουρνάρα έγραφε στην “Καθημερινή” πως η Ένορκη Διοικητική Εξέταση του υπουργείου Πολιτισμού, η έκθεση του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρου Ρακιντζή, καθώς και ο επίσημος απολογισμός του Δ.Σ. της Πινακοθήκης για το συμβάν ήταν τρία αλληλοαντικρουόμενα επίσημα έγγραφα.
 Στο κείμενό της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Όλα καλά, ο φύλακας δεν πρόσεχε…”, η Μαργαρίτα Πουρνάρα έκανε λόγο για “τη γύμνια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, σε μια ολόκληρη αλυσίδα, που ξεκινά από τον υπουργό Πολιτισμού, Παύλο Γερουλάνο, περνάει από τη διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, και καταλήγει στους υφισταμένους και των δύο”.

 Σημείωνε, επίσης, πως η ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων οδηγεί να αντιληφθεί κανείς “πώς η παθογένεια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης κατοπτρίζεται εναργώς στον πιο νευραλγικό τομέα της φύλαξης δημοσίων αγαθών: διάχυση και αποποίηση ευθυνών, απουσία σύγχρονου οργανογράμματος με τις απαιτούμενες ειδικότητες και τα αντίστοιχα καθήκοντα, ανυπαρξία πιστοποιημένων διαδικασιών ασφάλειας, έλλειψη εσωτερικού ελέγχου. Ενίοτε εντυπωσιάζει και κάτι άλλο: η προσωπική φιλοδοξία υπερβαίνει την ευθιξία και την εθνική αποστολή που έχουν επωμιστεί οι υπεύθυνοι”.

Η ακλόνητη Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα


 Αξίζει, ειδικότερα, να σταθούμε στην διαπίστωση πως η ΕΔΕ που είχε διεξαχθεί τότε έριχνε “στα μαλακά” το υπουργείο και τη διεύθυνση της Πινακοθήκης και τα φόρτωνε όλα στον φύλακα εκείνης της μοιραίας βάρδιας, επειδή δεν αξιολόγησε σωστά τον κίνδυνο.

 “Ολόκληρη η αλυσίδα των ευθυνών παρακάμπτεται”, επεσήμαινε η δημοσιογράφος, “για να καταλήξει στον πιο ανίσχυρο κρίκο της”.

 Μεγάλη συζήτηση είχε προκαλέσει και η έλλειψη στοιχειώδους ευθιξίας που θα οδηγούσε σε μια παραίτηση, τόσο από τα πολιτικά πρόσωπα που ήταν στην ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της τότε γενικής γραμματέως Λίνας Μενδώνη, όσο και από την διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα.

 Η τελευταία, μάλιστα, που βρισκόταν στη ίδια θέση από το 1992, αλλά παραμένει εκεί ακλόνητη μέχρι και σήμερα, συμπληρώνοντας πλέον θητεία 29 (!) ετών, όχι μόνο βγήκε από το πλάνο των τυχόν ευθυνών για την ληστεία στην Πινακοθήκη, όπου είχε την πλήρη ευθύνη λειτουργίας και την απόλυτη εξουσία σε όλα τα επίπεδα, αλλά φρόντισε να “δείξει” η ίδια προς άλλες κατευθύνσεις:
 “Πιστεύω ότι αυτή η κλοπή ήταν στοχευμένη και ο στόχος δεν ήταν ο Πικάσο αλλά η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Γιατί έληγε η θητεία της σε πέντε μέρες και ο καλύτερος τρόπος, ο πιο διαβολικός, ο πιο μεφιστοφιλικός για να την υπονομεύσουν ήταν αυτός”, είχε πει σε συνέντευξή της τον Απρίλιο του 2012, μιλώντας για τον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο. Και συμπλήρωσε: “Υπάρχουν άτομα που δεν θέλουν να ανανεωθεί η θητεία μου
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος για να ξεχαστεί το έργο που έχω κάνει.
 Πώς αλλιώς θα με χτυπούσαν;”, Και αυτά, ενώ ήταν η ίδια που γνώριζε πολύ καλά τόσο τις ελλείψεις που υπήρχαν στο φυλακτικό προσωπικό όσο και τις “τρύπες” στο συνολικό σύστημα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης, στοιχεία που έφεραν στο φως, έστω και με αντικρουόμενο τρόπο η ΕΔΕ του Υπουργείου και η έκθεση Ρακιντζή…

Το πόρισμα της έκθεσης Ρακιντζή, που είχε χαρακτηριστεί “καταπέλτης”, δεν άφηνε, άλλωστε, πολλές αμφιβολίες: η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου “δεν είχαν επαρκώς αξιολογήσει τον κίνδυνο πιθανής διάρρηξης ή κλοπής και δεν είχαν λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την αποτροπή του”.
 Η έκθεση, μεταξύ άλλων, επιβεβαίωνε και τις καταγγελίες της Πανελλήνιας Ένωσης Νυχτοφυλάκων Αρχαιοτήτων για τα προβλήματα φύλαξης, ενώ σημείωνε πως το γεγονός ότι μετά την κλοπή ελήφθησαν επιπλέον μέτρα φύλαξης και ασφάλειας δηλώνει ότι τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο του 2012 το σύστημα φύλαξης δεν ήταν επαρκές.
 Η έκθεση Ρακιντζή έκλεινε, μάλιστα, με την εξής φράση: “Η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης θα έπρεπε να έχει επιδείξει μείζονα επιμέλεια για την αποτροπή τυχόν διάρρηξης ή κλοπής και εντεύθεν ανακύπτουν ευθύνες”.

 Πέντε χρόνια μετά την κλοπή η Έλενα Ακρίτα σχολίαζε την έλλειψη κάθε ευθιξίας από την πλευρά των υπευθύνων: “Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβεί κάτι τόσο σοβαρό και να μην έχει παραιτηθεί το σύμπαν. 
Το σύμπαν όμως. Κανονικά. Μιλάμε για το αδιανόητο, το ανήκουστο, το πρωτοφανές.
 Στην «υπόλοιπη» ανθρωπότητα θα καταγραφόταν ως στίγμα ανεξίτηλο. Εδώ σε μας ήταν απλώς Τετάρτη. Ή Πέμπτη. Γιατί το λέμε αυτό – 5 ολόκληρα χρόνια μετά. Διότι η Πινακοθήκη ήταν είναι και εξακολουθεί να είναι Εθνική. Πάμε πάλι με μπρίο και με κεφαλαία: ΕΘΝΙΚΗ. Δεν είναι η ιδιωτική συλλογή ενός φιλότεχνου κροίσου που στην τελική αυτός βάζει τα φράγκα κι αυτός τα χάνει. Το επίθετο «εθνικός -η -ο» οριοθετεί το αυτονόητο: δεν είναι προίκα κανενός κι ανήκει σε όλους μας. Εθνικό Θέατρο. Εθνικός Κήπος. Εθνικό Σύστημα Υγείας (λέμε τώρα). Εθνική Λυρική Σκηνή. Εθνική Ελλάδας γεια σου. Με έμφαση στο «γεια σου». Εθνική Πινακοθήκη λοιπόν. Εκεί όπου κλέβουν την εθνική μας περιουσία και δεν ανοίγει μύτη. Εκεί όπου η ζωή τραβάει είτε την ανηφόρα είτε την κατηφόρα. Ώς τον πάτο”.

Η συγκυρία της “επανεμφάνισης”

 Το σκηνικό της αιφνίδιας επανεμφάνισης του κλεμμένου πίνακα του Πικάσο που στήνεται μεθοδικά τις τελευταίες ημέρες έχει και ορισμένα ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία.

 Το πρώτο είναι το γεγονός πως, όπως έγινε γνωστό τον περασμένο Νοέμβριο έχει ήδη εντοπιστεί το ένα από τα τρία έργα που είχαν κλαπεί τον Ιανουάριο του 2012.
 Πρόκειται για το σχέδιο του 17ου αιώνα που βρέθηκε σε κατάλογο οίκου δημοπρασιών στη Φλωρεντία το 2019, ταυτίστηκε αμέσως ως το κλεμμένο από την Πινακοθήκη έργο του Guglielmo Caccia (Moncalvo) “Ο Αγιος Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και Σύμβολα του Πάθους” και μέσα σε ελάχιστη ώρα αποσύρθηκε από τη δημοπρασία.

 Σύμφωνα με την Μαριλένα Κασιμάτη, ιστορικό τέχνης, πρώην επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης και μία εκ των επιμελητών της περιοδικής έκθεσης “Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης. 
 Άγνωστοι θησαυροί από τις συλλογές της”, της έκθεσης που “έτρεχε” την ημέρα της κλοπής, 9 Ιανουαρίου 2012, είναι: “σχεδόν σίγουρο ότι το έργο της δημοπρασίας είναι το ίδιο και το αυτό έργο της Εθνικής Πινακοθήκης, το οποίο, μετά την κλοπή, υπέστη πλαστογράφηση, πιθανώς ακόμη και πλύση για εξάλειψη φθορών της χάρτινης επιφάνειας και με σκοπό τη σύγχυση”.

 Ωστόσο, το υπουργείο Πολιτισμού και η Εθνική Πινακοθήκη δεν φαίνεται να έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξη αυτή, στάση που προκάλεσε εύλογες απορίες
“Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σε συνεργασία με την Εθνική Πινακοθήκη, προχώρησε άμεσα σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες μέσω των αρμοδίων αστυνομικών αρχών (Interpol) προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης τεκμηρίωση του έργου, ενώ παράλληλα έχει ζητηθεί και η συνδρομή της εισαγγελικής αρχής στην εν λόγω υπόθεσηι, απάντησε, βέβαια, η Βάσω Παπαγεωργίου, προϊσταμένη Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού, σε σχετική ερώτηση της εφημερίδας “Καθημερινή”, αλλά ούτε εμπειρογνώμονας στάλθηκε από ελληνικής πλευράς για να εξετάσει το έργο ούτε επικοινωνιακά προβλήθηκε το θέμα.   Ίσως, ο εντοπισμός του έργου να χαλούσε κάποιο πιο ενδιαφέρον και πολιτικά χρήσιμο σενάριο.

 Το δεύτερο σημείο που χρειάζεται να επισημανθεί είναι πως η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη φρόντισε, για λόγους που τώρα μπορεί να γίνουν περισσότερο κατανοητοί, στο νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα για την αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (τον ίδιο που περιλαμβάνει και τις διατάξεις περί εκπατρισμού αρχαιοτήτων για 50 χρόνια να προστεθούν δύο ενδιαφέρουσες νέες διατάξεις.

 Η πρώτη (άρθρο 54) προβλέπει τη χορήγηση χρηματικής αμοιβής σε όποιον συμβάλλει στην ανάκτηση μνημείων, τα οποία κατέχονται παρανόμως, με μια διαδικασία που ορίζεται ως “απόρρητη και εξαιρείται από κάθε υποχρέωση δημοσιότητας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης”.

Η δεύτερη διάταξη (άρθρο 55) προβλέπει τα εξής: “Οι συμβάσεις που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, συσκευασίας και ασφάλισης ανακτηθέντων, ύστερα από παράνομη διακίνηση, πολιτιστικών αγαθών στο πλαίσιο δικαστικού ή εξωδικαστικού συμβιβασμού, στο οποίο τίθεται όρος εμπιστευτικότητας μεταξύ των πλευρών, είναι απόρρητες και εξαιρούνται όλων των προβλέψεων δημοσιότητας (Διαύγεια, ΚΗΜΔΗΣ, ΕΣΗΔΗΣ), ανεξαρτήτως της αξίας τους”.

 Μερικοί ευφάνταστοι έχουν ήδη φτιάξει το σενάριο: οι έρευνες για τον εντοπισμό του κλαπέντος πίνακα του Πικάσο θα δώσουν ξαφνικά καρπούς, μετά από τις “συντονισμένες”, ασφαλώς, κινήσεις των διωκτικών αρχών, της υπουργού Πολιτισμού, της μόνιμης διευθύντριας της Πινακοθήκης και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων αλλά και ιδιωτών, που όλοι μαζί θα αλληλοσυγχαίρονται για την μεγάλη “εθνική επιτυχία”, ενώ το έργο θα παρουσιαστεί με δόξα και τιμή στην Εθνική Πινακοθήκη, στα εγκαίνια που έχουν εξαγγελθεί για την 25η Μαρτίου 2021, 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.

 Με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Θέαμα και εθνική περηφάνια για το λαό, σε μια περίοδο πολύ δύσκολη από την οικονομική και υγειονομική κρίση, άρτος για όσους τσεπώσουν πολύ χρήμα, με εξασφαλισμένα πλέον και με νόμο την εχεμύθεια και το απόρρητο των σχετικών συναλλαγών, αλλαγή ατζέντας για την κυβέρνηση και ειδικά την υπουργό Πολιτισμού που βάλλεται πλέον ευθέως και πανταχόθεν για την υπόθεση Λιγνάδη-Εθνικού Θεάτρου.

 Με την ευκαιρία θα διευθετηθούν, ταυτοχρόνως, και ορισμένα ακόμη “περιφερειακά” ζητήματα.
 Καταρχήν θα λυθεί το πρόβλημα της ανυπαρξίας κανονικής έκθεσης της μόνιμης συλλογής στην Εθνική Πινακοθήκη που, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις και τις απάνθρωπες συνθήκες εντατικοποίησης της εργασίας που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό της, δεν είναι έτοιμη για τα εγκαίνια που προγραμματίστηκαν, όπως πάντα, για λόγους επικοινωνιακούς και μόνο.

 Κατά δεύτερον θα κουκουλωθούν μια και καλή όχι μόνο οι ευθύνες για την κλοπή αλλά και τα κενά στις έρευνες για το ποιος την οργάνωσε και είχε στην κατοχή του τον περίφημο πίνακα τα τελευταία εννέα χρόνια. Αλλά και να μην είχε κλαπεί, θα σχολίαζε κάποιος κακεντρεχής, ποιος θα τον χαιρόταν με την Πινακοθήκη κλειστή τόσα χρόνια; Γιατί να μη στολίζει κάποιο ιδιωτικό σαλόνι, μέχρι να τελειώσει πια η κτιριακή επέκταση της Πινακοθήκης;

Σχόλια